- κτεατειρα
- κτεάτειρα(ᾰτ) ἥ владетельница, обладательница
(νὺξ μεγάλων κόσμων κ. Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νὺξ μεγάλων κόσμων κ. Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κτεάτειρα — κτεάτειρα, ἡ (Α) η κάτοχος («νύξ φιλία, μεγάλων κόσμων κτεάτειρα» αγαπημένη νύχτα, που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτεά τειρα, αντί τών *κτήτειρα, *κτήτρια (< κτήτωρ), σχηματίστηκε με την επίδραση τού τ. κτέατα] … Dictionary of Greek
κτεάτειρα — possessor fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek